- κλαδευτής
- ο , κλαδευτήςεύτρια η специалист, -ка по подрезке деревьев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαδευτής — ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) [κλαδεύω] αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια … Dictionary of Greek
κλαδευτής — ο θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα ο ειδικός στο να κλαδεύει τα δέντρα: Πρέπει να πάρετε κλαδευτή για τα δέντρα σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελοκλαδευτής — ο αυτός που κλαδεύει αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλαδευτής] … Dictionary of Greek
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek